- εκτελεστικός
- -ή, -ό1. που με αυτόν εκτελείται κάτι, που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτέλεση: Εκτελεστικό απόσπασμα.2. το ουδ. ως ουσ., εκτελεστικό διοικητική αρχή, που μαζί με το βουλευτικό αποτελούσε την «Προσωρινή Διοίκηση» στην επανάσταση του 1821.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.